- σύντροφος
- 4939 σύντροφος{прил., 1}совоспитанник (Деян. 13:1).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
σύντροφος — brought up together with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… … Dictionary of Greek
σύντροφος — ο θηλ. συντρόφισσα 1. συνοδός και φίλος: Εγκατέλειψε τους συντρόφους του. 2. «σύντροφος του βίου», σύζυγος. 3. προσηγορία μεταξύ κομουνιστών. 4. μτφ., κάτι που δεν αποχωρίζεται κάποιος: Έχωτον πόνο συντροφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξύντροφος — σύντροφος , σύντροφος brought up together with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντρόφως — σύντροφος brought up together with adverbial σύντροφος brought up together with masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντροφον — σύντροφος brought up together with masc/fem acc sg σύντροφος brought up together with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντροφώτερα — σύντροφος brought up together with neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντρόφοις — σύντροφος brought up together with masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντρόφου — σύντροφος brought up together with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντρόφους — σύντροφος brought up together with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντρόφων — σύντροφος brought up together with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)